κακοχρονίζω

κακοχρονίζω
μετ. проклинать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κακοχρονίζω" в других словарях:

  • κακοχρονίζω — καταριέμαι κάποιον να περάσει κακή χρονιά, να τού τύχουν βάσανα και συμφορές ή και να πεθάνει …   Dictionary of Greek

  • κακοχρονίζω — κακοχρόνισα, κακοχρονισμένος, καταριέμαι κάποιον να περάσει κακή χρονιά: Μη με κακοχρονίζεις και σου υπόσχομαι πως θα διορθωθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοχρόνι(α)σμα — το το να καταριέται κάποιος τον άλλο να περάσει κακή χρονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοχρονίζω ή κακοχρονιάζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»